- προτροπάδην
- επίρρ. без оглядки, бегом, галопом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
προτροπάδην — turned forwards indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτροπάδην — ΝΑ, και δωρ. τ. προτροπάδαν Α επίρρ. (για άνθρωπο ή ζώο που φεύγει) δρομέως, τάχιστα, χωρίς να βλέπει προς τα πίσω, κν. στα τέσσερα (α. «έφυγε προτροπάδην» β. «προτροπάδην φοβέοντο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. προ τροπ τού προ τρέπω (πρβλ. προ… … Dictionary of Greek
προτροπάδαν — προτροπάδᾱν , προτροπάδην turned forwards doric (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)